γνέμα

γνέμα
το
1. το νήμα: Έστριβε το γνέμα.
2. το νεύμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γνέμα — (I) και νέμα, το [γνέθω] το νήμα. (II) το [γνεύω] το γνέψιμο …   Dictionary of Greek

  • νέμα — το βλ. γνέμα (Ι) …   Dictionary of Greek

  • νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • νεραϊδόνημα — και νεραϊδόγνεμα, το κοινή ονομασία ειδών τού φυτού κουσκούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + νήμα. Η λ. νεραϊδόγνεμα < νεράιδα + γνέμα] …   Dictionary of Greek

  • κλώσμα — το, ατος 1. το κλωσμένο νήμα, κλωστή, γνέμα. 2. (για ποτάμια), στριφογύρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νέμα — νέμα, το και γνέμα, το, ατος 1. το αποτέλεσμα του γνέθω. 2. νήμα, κλωστή που γίνεται με το γνέσιμο μαλλιού ή βαμβακιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”